- μαντό
- τοάκλ. (λ. γαλλ.), ελαφρό γυναικείο πανωφόρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαντό — το ελαφρό γυναικείο πανωφόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. manteau < λατ. mantellum «μανδύας»] … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
λελύμαντο — λελύ̱μαντο , λυμαίνομαι cleanse from dirt plup ind mp 3rd pl (epic ionic) λελύ̱μαντο , λυμαίνομαι cleanse from dirt plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλελύμαντο — ἐλελύ̱μαντο , λυμαίνομαι cleanse from dirt plup ind mp 3rd pl (epic ionic) ἐλελύ̱μαντο , λυμαίνομαι cleanse from dirt plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)